παράπληκτος

παράπληκτος
παρά-πληκτος, [dialect] Dor. [suff] παρά-πλακτος, ον,
A frenzy-stricken,

χείρ S.Aj.230

(lyr.) ;

ὀμφά Melanipp.4.4

; mad, LXX De.28.34.
II = foreg.,

π. τὰ δεξιὰ ἢ τὰ ἀριστερά Hp.

Aër. 10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παράπληκτος — frenzy stricken masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράπληκτος — η, ο / παράπληκτος, ον, δωρ. τ. παράπλακτος, ον, ΝΜΑ [παραπλήσσω] νεοελλ. αυτός που πάσχει από παραπληγία, παραπληγικός μσν. (το ουδ. ως επίρρ.) παράπληκτον με μανιώδη τρόπο, με μανία αρχ. 1. μανιακός, παράφρονας, τρελός 2. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • παράπληκτον — παράπληκτος frenzy stricken masc/fem acc sg παράπληκτος frenzy stricken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπλήκτους — παράπληκτος frenzy stricken masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπλήκτῳ — παράπληκτος frenzy stricken masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληγία — (Ιατρ.). Η παράλυση και των δύο κάτω ή δύο άνω άκρων. Είναι αποτέλεσμα οργανικών παθήσεων του νευρικού συστήματος (οργανική π.). Σε μερικές περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα ψυχογενών διαταραχών, όπως η π. στην υστερία. * * * και παραπληξία, η / ιων.… …   Dictionary of Greek

  • παραπληκτίζω — Α [παράπληκτος] παραπληκτεύομαι* …   Dictionary of Greek

  • παραπληκτεύομαι — Α [παράπληκτος] είμαι παραφρων …   Dictionary of Greek

  • παραπλάκτῳ — παραπλά̱κτῳ , παράπληκτος frenzy stricken masc/fem/neut dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”